ὑπέλαιον

ὑπέλαιον
ὑπέλαιον
sediment
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υπέλαιον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὑποστάθμη ἐλαίου, γλοιός». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἔλαιον] …   Dictionary of Greek

  • ὑπελαίῳ — ὑπέλαιον sediment neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”